http://www.kathimerini.gr/762071/article/politismos/kinhmatografos/o-molwx-toy-eikostoy-aiwna
Ο Αδόλφος Χίτλερ αναδυόμενος σαν Καίσαρας από τον τάφο του
Ρίχαρντ Βάγκνερ. Το φιλμ «Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία»
αποτελείται από τέσσερα μέρη, όπως και το επικό «Δαχτυλίδι των
Νιμπελούνγκεν» του φημισμένου μουσουργού.
Ο μεγαλύτερος δαίμονας του εικοστού
αιώνα και πάλι στη σκηνή. Το «Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία» (1977)
του Χανς Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ ξαναβγαίνει σε μία αίθουσα από τη New
Star σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Γκαίτε. Φιλμ-ποταμός, που μοιάζει
σαν αλλόκοτη θεατρική υπερπαραγωγή, διαρκεί 410 λεπτά και φαντάζει
άλλοτε σαν νοσταλγική αναζήτηση του «αγνού γερμανικού παρελθόντος» κι
άλλοτε σαν παραλήρημα του ανώνυμου Γερμανού μικροαστού, ο οποίος βλέπει
στον καθρέφτη του, στο παραμορφωμένο από τους προβολείς του ναζισμού
είδωλό του, τον «νέο άνθρωπο» της Ιστορίας. «Χίτλερ: ο θαυματοποιός του
γερμανικού μικροαστισμού», η φράση θα ταίριαζε για τίτλος αυτής της
ταινίας.
Παλαιότερα, ο ναζισμός απασχόλησε σπουδαίους κινηματογραφιστές. Ο Λουκίνο Βισκόντι, στους «Καταραμένους» (1969), συνέδεσε το όνομά του με την πιο ολοκληρωμένη ανατομία της Γερμανίας (σε οικονομικό, κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο) στα χρόνια της ανόδου του ναζισμού, ενώ ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν περιέγραψε αλληγορικά την εκκόλαψη του «Αυγού του φιδιού» (1977). Στο λυκαυγές της χιλιετίας το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε στο πρόσωπο του Χίτλερ. Το φιλμ «Μολώχ» του Αλεξάντερ Σοκούροφ (1999) ήταν ένα φορμαλιστικό ψυχόδραμα με τον Χίτλερ και την Εύα Μπράουν. Η «Πτώση» του Ολιβερ Χίρσμπιγκελ (2004), γύρω από το άδοξο τέλος του Χίτλερ, έγινε συνώνυμο της πρώτης γερμανικής υπερπαραγωγής του αιώνα. Πριν από αυτούς, ο Ζίμπερμπεργκ είχε τοποθετήσει μια μαριονέτα στον θρόνο του Φύρερ, το πνεύμα του είχε αφεθεί να τριγυρίζει σαν φάντασμα γύρω από τον τάφο του Βάγκνερ.
Μορφές στο σκοτάδι
Στην ιστορία του γερμανικού κινηματογράφου, τα φιλόδοξα έργα του έρχονται από την προπολεμική του εποχή, από τον εξπρεσιονισμό. Είναι αινιγματικά, σκοτεινά και δαιμονικά, παιχνίδια ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι. «Η ομοιοκαταληξία των λέξεων Sein (το είναι) και Schein (το φαίνεσθαι) οδηγεί σε ταχυδακτυλουργίες με την πραγματικότητα και τα όνειρα, μέχρις ότου οι μορφές που γεννιούνται στο σκοτάδι εμφανιστούν ως οι μόνες αληθινές», αναφέρει η ιστορικός Λότε Αϊσνερ στο βιβλίο της «Η δαιμονική οθόνη». Σε αυτό το κινηματογραφικό μπαρόκ, στις σκιές και τις τρομακτικές μεταμορφώσεις, τοποθετεί ο Ζίμπερμπεργκ τον πρώτο από τους τρεις πυλώνες της ταινίας του. Ο δεύτερος φτάνει πιο βαθιά, στον ρομαντισμό της «απόλυτης τέχνης» του Βάγκνερ, που η δομή της και η αρμονία της συνιστούν έναν καθρέφτη της γερμανικής ψυχής. Τρίτος πυλώνας είναι το θέατρο του Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Στην εποχή της, η ταινία απωθήθηκε από το γερμανικό κοινό. Ο Ζίμπερμπεργκ, παρά τον χειμαρρώδη ποιητικό του λόγο, πυκνό και υπνωτιστικό, ήταν «βαρετός» για τον μέσο θεατή που θα περίμενε από αυτόν ένα έργο με πλοκή, αρχή, μέση και τέλος. Μπέρδεψε και την κριτική. Υπήρξαν συγκρατημένοι ύμνοι που μιλούσαν για επίτευγμα κινηματογραφικής αισθητικής, αλλά και αμήχανα σχόλια για την πρωτοποριακή φόρμα του Ζίμπερμπεργκ που πιθανόν να συγκαλύπτει μια λανθάνουσα έλξη προς τον ναζισμό. Πάντως, αν δει κανείς προσεκτικά την ταινία, ο Χίτλερ θεωρείται ξεκάθαρα ως υπεύθυνος για τη μεγαλύτερη δυσφήμηση της Γερμανίας και για τη μετατροπή του γερμανικού πολιτισμού σε εργαλείο χειραγώγησης των μαζών. Παρουσιάζεται ως ένας αξιολύπητος καλλιτέχνης που έγινε πολιτικός και ύστερα δήμιος στο όνομα μιας «πολιτιστικής επανάστασης ενάντια στον πύργο της νεωτερικότητας».
Γόνιμο έδαφος
Ο Ζίμπερμπεργκ διερευνά ανθρωπολογικά το γόνιμο έδαφος στο οποίο ρίζωσε και θέριεψε ο ναζισμός. «Είμαι ο θρύλος και η πραγματικότητα των ονείρων σας», κρώζει προς το πλήθος η ξύλινη μαριονέτα του Φύρερ. Η «αφύπνιση της μαγείας στη μεταχριστιανική ψυχή», συμπληρώνει ο ηθοποιός που την κινεί. Μέσα στο ημίφως της πιο αντιφατικής περιόδου του εικοστού αιώνα, ένας φασουλής, εμμονικός και ατάλαντος καλλιτέχνης, αναδείχθηκε σε σούπερ σταρ, σε εφιαλτικό «θέαμα» καταστροφής.
Το «Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία» ξανάρχεται στο προσκήνιο σε καιρούς βαθιάς οικονομικής κρίσης. Η φόρμα του ξεπεράστηκε, όχι όμως και το περιεχόμενό του, που το κάνουν επίκαιρο ο εντεινόμενος ευρωσκεπτικισμός και η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Ο Χίτλερ παραμένει απειλητικός δαίμονας, αν κρίνει κανείς και από τις έντονες συζητήσεις που έχει προκαλέσει στη Γερμανία η αναμενόμενη επανέκδοση της απαγορευμένης βίβλου του, «Ο αγών μου».
Δείτε
Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία (Hitler eine Film aus Deutschland, 1977)
Το μεγαλύτερο ρίσκο του «νέου γερμανικού κινηματογράφου» αφορά μια ταινία σχεδόν 7 ωρών γύρω από τον ναζισμό και τη συλλογική ευθύνη της γερμανικής κοινωνίας. Ο Χανς Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ τη γύρισε εξ ολοκλήρου σε στούντιο, σαν να νοσταλγούσε την προπολεμική εποχή κατά την οποία το γερμανικό σινεμά άνθησε στα στούντιο της UFA. «Ο Ζίμπερμπεργκ αδιαφορεί για το δράμα, τον θρίαμβο ή τη γελοιογραφία. Το μόνο που τον νοιάζει είναι να ξανακλέψει τις γραφές που χάθηκαν, ν’ αποδώσει στους νεκρούς το σώμα τους, να σχηματίσει τη σύνταξη του Απωθημένου», γράφει ο Νίκος Λυγγούρης στον Σύγχρονο Κινηματογράφο (τ. 13/14, 1977). Το «Xίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία» είναι χωρισμένο σε τέσσερα μέρη: «Το δισκοπότηρο» (91΄), «Ενα γερμανικό όνειρο» (120΄), «Το τέλος μιας χειμωνιάτικης ιστορίας» (93΄), «Εμείς, τα παιδιά της κολάσεως» (100΄). Η απόδοσή της στα ελληνικά είναι πραγματικό επίτευγμα. Θα άξιζε, όμως, να τη δούμε αποκατεστημένη τεχνικά.
Έντυπη
Παλαιότερα, ο ναζισμός απασχόλησε σπουδαίους κινηματογραφιστές. Ο Λουκίνο Βισκόντι, στους «Καταραμένους» (1969), συνέδεσε το όνομά του με την πιο ολοκληρωμένη ανατομία της Γερμανίας (σε οικονομικό, κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο) στα χρόνια της ανόδου του ναζισμού, ενώ ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν περιέγραψε αλληγορικά την εκκόλαψη του «Αυγού του φιδιού» (1977). Στο λυκαυγές της χιλιετίας το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε στο πρόσωπο του Χίτλερ. Το φιλμ «Μολώχ» του Αλεξάντερ Σοκούροφ (1999) ήταν ένα φορμαλιστικό ψυχόδραμα με τον Χίτλερ και την Εύα Μπράουν. Η «Πτώση» του Ολιβερ Χίρσμπιγκελ (2004), γύρω από το άδοξο τέλος του Χίτλερ, έγινε συνώνυμο της πρώτης γερμανικής υπερπαραγωγής του αιώνα. Πριν από αυτούς, ο Ζίμπερμπεργκ είχε τοποθετήσει μια μαριονέτα στον θρόνο του Φύρερ, το πνεύμα του είχε αφεθεί να τριγυρίζει σαν φάντασμα γύρω από τον τάφο του Βάγκνερ.
Μορφές στο σκοτάδι
Στην ιστορία του γερμανικού κινηματογράφου, τα φιλόδοξα έργα του έρχονται από την προπολεμική του εποχή, από τον εξπρεσιονισμό. Είναι αινιγματικά, σκοτεινά και δαιμονικά, παιχνίδια ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι. «Η ομοιοκαταληξία των λέξεων Sein (το είναι) και Schein (το φαίνεσθαι) οδηγεί σε ταχυδακτυλουργίες με την πραγματικότητα και τα όνειρα, μέχρις ότου οι μορφές που γεννιούνται στο σκοτάδι εμφανιστούν ως οι μόνες αληθινές», αναφέρει η ιστορικός Λότε Αϊσνερ στο βιβλίο της «Η δαιμονική οθόνη». Σε αυτό το κινηματογραφικό μπαρόκ, στις σκιές και τις τρομακτικές μεταμορφώσεις, τοποθετεί ο Ζίμπερμπεργκ τον πρώτο από τους τρεις πυλώνες της ταινίας του. Ο δεύτερος φτάνει πιο βαθιά, στον ρομαντισμό της «απόλυτης τέχνης» του Βάγκνερ, που η δομή της και η αρμονία της συνιστούν έναν καθρέφτη της γερμανικής ψυχής. Τρίτος πυλώνας είναι το θέατρο του Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Στην εποχή της, η ταινία απωθήθηκε από το γερμανικό κοινό. Ο Ζίμπερμπεργκ, παρά τον χειμαρρώδη ποιητικό του λόγο, πυκνό και υπνωτιστικό, ήταν «βαρετός» για τον μέσο θεατή που θα περίμενε από αυτόν ένα έργο με πλοκή, αρχή, μέση και τέλος. Μπέρδεψε και την κριτική. Υπήρξαν συγκρατημένοι ύμνοι που μιλούσαν για επίτευγμα κινηματογραφικής αισθητικής, αλλά και αμήχανα σχόλια για την πρωτοποριακή φόρμα του Ζίμπερμπεργκ που πιθανόν να συγκαλύπτει μια λανθάνουσα έλξη προς τον ναζισμό. Πάντως, αν δει κανείς προσεκτικά την ταινία, ο Χίτλερ θεωρείται ξεκάθαρα ως υπεύθυνος για τη μεγαλύτερη δυσφήμηση της Γερμανίας και για τη μετατροπή του γερμανικού πολιτισμού σε εργαλείο χειραγώγησης των μαζών. Παρουσιάζεται ως ένας αξιολύπητος καλλιτέχνης που έγινε πολιτικός και ύστερα δήμιος στο όνομα μιας «πολιτιστικής επανάστασης ενάντια στον πύργο της νεωτερικότητας».
Γόνιμο έδαφος
Ο Ζίμπερμπεργκ διερευνά ανθρωπολογικά το γόνιμο έδαφος στο οποίο ρίζωσε και θέριεψε ο ναζισμός. «Είμαι ο θρύλος και η πραγματικότητα των ονείρων σας», κρώζει προς το πλήθος η ξύλινη μαριονέτα του Φύρερ. Η «αφύπνιση της μαγείας στη μεταχριστιανική ψυχή», συμπληρώνει ο ηθοποιός που την κινεί. Μέσα στο ημίφως της πιο αντιφατικής περιόδου του εικοστού αιώνα, ένας φασουλής, εμμονικός και ατάλαντος καλλιτέχνης, αναδείχθηκε σε σούπερ σταρ, σε εφιαλτικό «θέαμα» καταστροφής.
Το «Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία» ξανάρχεται στο προσκήνιο σε καιρούς βαθιάς οικονομικής κρίσης. Η φόρμα του ξεπεράστηκε, όχι όμως και το περιεχόμενό του, που το κάνουν επίκαιρο ο εντεινόμενος ευρωσκεπτικισμός και η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Ο Χίτλερ παραμένει απειλητικός δαίμονας, αν κρίνει κανείς και από τις έντονες συζητήσεις που έχει προκαλέσει στη Γερμανία η αναμενόμενη επανέκδοση της απαγορευμένης βίβλου του, «Ο αγών μου».
Δείτε
Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία (Hitler eine Film aus Deutschland, 1977)
Το μεγαλύτερο ρίσκο του «νέου γερμανικού κινηματογράφου» αφορά μια ταινία σχεδόν 7 ωρών γύρω από τον ναζισμό και τη συλλογική ευθύνη της γερμανικής κοινωνίας. Ο Χανς Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ τη γύρισε εξ ολοκλήρου σε στούντιο, σαν να νοσταλγούσε την προπολεμική εποχή κατά την οποία το γερμανικό σινεμά άνθησε στα στούντιο της UFA. «Ο Ζίμπερμπεργκ αδιαφορεί για το δράμα, τον θρίαμβο ή τη γελοιογραφία. Το μόνο που τον νοιάζει είναι να ξανακλέψει τις γραφές που χάθηκαν, ν’ αποδώσει στους νεκρούς το σώμα τους, να σχηματίσει τη σύνταξη του Απωθημένου», γράφει ο Νίκος Λυγγούρης στον Σύγχρονο Κινηματογράφο (τ. 13/14, 1977). Το «Xίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία» είναι χωρισμένο σε τέσσερα μέρη: «Το δισκοπότηρο» (91΄), «Ενα γερμανικό όνειρο» (120΄), «Το τέλος μιας χειμωνιάτικης ιστορίας» (93΄), «Εμείς, τα παιδιά της κολάσεως» (100΄). Η απόδοσή της στα ελληνικά είναι πραγματικό επίτευγμα. Θα άξιζε, όμως, να τη δούμε αποκατεστημένη τεχνικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου