Έντυπη Έκδοση Επτά, Κυριακή 6 Απριλίου 2014
Ο Φίλιππος Κουτσίνας κατάφερε να
συνδυάσει το επιχειρηματικά πνεύμα με την αγάπη του για την τέχνη και να
δημιουργήσει μια αξιοζήλευτη συλλογή
Εκανε συνεργούς στην τρέλα του τους
Εγγονόπουλο, Εμπειρίκο, Γαϊτη, Μιγαδη, Φασιανό και Βελλούδιο. Εξω από
το σπίτι του είχε τοποθετήσει κάποτε την επιγραφή «μηδεις μη τρελός
εισιτω»
Καταγόμενος από παλιά εμποροβιομηχανική οικογένεια της Θεσσαλίας, αρχικά ο Φίλιππος Κουτσίνας δεν ενδιαφερόταν να μπει στο εμπόριο υφασμάτων. Τον ενδιέφερε αποκλειστικά η τέχνη. Υπήρξε μέλος της ομάδας του βραχύβιου «περιθωριακού» περιοδικού «Πάλι»
-κυκλοφορούσε από τον Φεβρουάριο του '64 μέχρι τον Δεκέμβριο του '66- μαζί με τον Εγγονόπουλο, τον Εμπειρίκο, τον Γαΐτη, τον Μιγάδη και τον Φασιανό, τους οποίους έκανε συνεργούς στην τρέλα του. Εξω από το σπίτι του, σε ένα από τα περίφημα πάρτι που διοργάνωνε, είχε τοποθετήσει την επιγραφή: «μηδείς μη τρελός εισίτω». Τελικά, ευφάνταστος και τολμηρός, κατορθώνει να συνδυάσει την τέχνη με τις επιχειρήσεις.
Η «μαγιά» για τη δημιουργία της θαυμαστής παρέας του προέκυψε μετά τη γνωριμία του με τον Χατζιδάκι στο ζαχαροπλαστείο-εντευκτήριο «Η Μέλισσα» (βρισκόταν στη γωνία Δεριγνύ και Πατησίων). Μέσω του συνθέτη θα συνδεθεί και με τον Τσαρούχη και κατόπιν θα γνωρίσει τον Βελλούδιο. Τον πιο στενό διά βίου συνοδοιπόρο στα μεγάλα οράματά του, πρώτο Ελληνα αεροπόρο, ήρωα πολέμου, μελετητή των παγανιστικών τελετουργιών της ελληνικής επικράτειας. Τον χαρακτήριζε alter ego του.
Αρχές του '50 αναλαμβάνει την οικογειακή επιχείρηση, με έδρα τον Βόλο. Η πανέμορφη σύζυγός του και ζωγράφος Τιτίνα σχεδιάζει τις βιτρίνες στο μεγάλο εμπορικό, τις οποίες συχνά διακοσμούσε και ο Γαΐτης. Σε συνεργασία με τον Αρη Κωνσταντινίδη προμηθεύει τα «Ξενία» της Ελλάδας με σεντόνια, κουβέρτες, χράμια και πετσέτες. Σήμα τους είναι ένας μικρός Κένταυρος. Ειδικά οι κουβέρτες με τη ριγέ πολυχρωμία -σχέδιο της Τιτίνας- γίνονται ανάρπαστες στη γαλλική αγορά. Το υποκατάστημα της επιχείρησης στη Λάρισα σχεδιάζει ο Κωνσταντινίδης.
Σιγά σιγά τα μεγαλόπνοα οράματά του γίνονται πράξη. Στο τέλος της δεκαετίας του '50 αναστηλώνει το αρχοντικό Τοπάλη στη Μακρινίτσα με στόχο να το μετατρέψει σε Μουσείο Ιστορίας, Λαογραφίας και Λαϊκής Τέχνης. Μετά την ίδρυση του Μουσείου συνεχίζει με την αναστήλωση της εκκλησίας της Μεταμόρφωσης, του Αγιου Ιωάννη του Πρόδρομου στην πλατεία της Μακρινίτσας και του Αγ. Ιωάννη στην Κακουνά. Το Μουσείο του Θέοφιλου το ιδρύει στην Ανακασιά. Προκειμένου να διασωθούν όλα όσα «έχτισε», ιδρύει το 1976 την Εταιρεία Πολιτιστικής Κληρονομιάς Αρχιτεκτονικής και Λαϊκής Τέχνης Πηλίου.
Το πάθος του ήταν μια ζωή ο λαϊκός πολιτισμός και αγαπημένος του καλλιτέχνης ο Θέοφιλος. Δεν απόρησε επομένως κανένας όταν μετέτρεψε την οικία Κοντού σε Μουσείο Θεόφιλου. Σε αυτό φιλοξενούνται τα σημαντικότερα έργα του.
«Ιδιότυπα θρησκευόμενος», ο Φίλιππος αναβίωσε όχι μόνο το παγανιστικό δρώμενο των Μάηδων. Παθιασμένος με οτιδήποτε καταπιανόταν, πρωτοστατούσε στη Μακρινίτσα δυο φορές το χρόνο και στις γιορτές των εκκλησιών του χωριού, κόβοντας και μοιράζοντας τελετουργικά ο ίδιος τον άρτο. Περιέφερε την εικόνα, βαστώντας τη στο στήθος, «με τα μάτια κλειστά, ανασηκωμένο κεφάλι και κατάνυξη αναστενάρη».
Δεν είναι βεβαίως τυχαίο το ότι μετά την εισαγωγή της Ελισάβετ Πλέσσα, ο τόμος, που μας γνωρίζει μια «άλλη» Ελλάδα -αποτελεί νοσταλγικό παρελθόν προ πολλού-, ξεκινά με το κεφάλαιο «φιλίες». Φίλοι του Κουτσίνα υπήρξαν, πέρα από τους προαναφερθέντες, ο Ελύτης, ο Κατσίμπαλης, οι Καραγάτσηδες, ο Νίκος Καρούζος, ο Λεωνίδας Χρηστάκης, ο Γιώργος Μακρής, ο Δημήτρης Δούκαρης.
Ο ίδιος είχε γράψει για κάποιους από αυτούς -τα κείμενά του για τον Τσαρούχη και τον Βελλούδιο φιλοξενούνται στην έκδοση. Υπάρχουν όμως και φίλοι του που γράψανε ειδικά γι' αυτό τον τόμο τις αναμνήσεις τους από τον εραστή της Ουτοπίας.
Ο Παναγιώτης Τέτσης, ένας παιδικός φίλος, που του είχε στείλει στα χρόνια της νεότητας σε χειρόγραφη επιστολή το σύνθημα «ζήσε Φίλιππε, ζήσε! ο έρωτας είναι αυτή η ζωή», στο πρόσωπο του Κουτσίνα ανακάλυπτε «κοινότητα σ' ό,τι αγαθό και ωραίο της τέχνης» και μάλιστα, σε «όλες τις πραγματώσεις».
Ως έναν «τρελό, ονειροπόλο, έτοιμο να δεχτεί ό,τι καινούργιο γινότανε σ' αυτά τα χρόνια της δημιουργικής αναγέννησης, ενθουσιώδη, ορμητικό, αμετανόητο ερωτιδέα της ζωής και της τέχνης», τον περιγράφει ο Νίκος Στεφάνου, ενώ ως έναν «εξωστρεφή, γεροδεμένο άνδρα που συμπεριφερόταν με επιθετική οικειότητα» μας τον συστήνει η Μαρία Καραβία, η οποία περιγράφει το ζεύγος Κουτσίνα «οικονομικά αναξάρτητους αλλά κυρίως πνευματικά ελεύθερους». Θυμάται ότι οδηγούσαν εναλλάξ μια πολυτελή Jaguar κι ένα Citroen, «λες και κάτι συμβόλιζε αυτό».
Ο Αλέκος Φασιανός αναπολεί τη φιλόξενη κατοικία Κουτσίνα στην Πατριάρχου Ιωακείμ, που ήταν καθημερινά ανοικτή σε ένα ετερόκλιτο ανάμεικτο πλήθος από ηλικίες και ενδιαφέροντα και όπου ήταν «ευκαιρία, εκτός από το πρασόρυζο που μας μαγείρευε η Τιτίνα, να δούμε και τα έργα του Θέοφιλου, του Τσαρούχη, του Διαμαντόπουλου, του Αργυράκη. Ηταν σαν ένα είδος ιδιωτικού μουσείου».
Και ο Γιώργος Χρονάς θυμάται ότι στο «ευλογημένο σπίτι» των Κουτσίνα «ο άγγελος της Τέχνης ήταν πάντα παρών. Ο Απόλλων επίσης. Οι Μούσες. Και οι φίλοι τους, Τσαρούχης, Χατζιδάκις, Βελλούδιος και άλλοι που έφαγαν, ήπιαν - ο Βάκχος εκεί, με τσίπουρα, κάποια ποικιλία ρακί. Κάθε φορά που έμπαινα σε αυτό ήταν σα να έμπαινα στο πιο Μεγάλο Σπίτι του κόσμου».
Ο Φίλιππος μια μέρα του έδειξε τα δεκάδες ράφια που ο αρχιτέκτονας των Ανακτόρων της Ηρώδου Αττικού είχε τοποθετήσει. «Ενα είδος κρύπτης ναού, όπου όλα είναι ευλογημένα από τα καθαρά μάτια των επισκεπτών αυτού του μοναδικού Ελληνικού Οίκου της αγάπης».
Ο Νίκος Κούνδουρος ανακαλεί τον Φίλιππο Κουτσίνα «κάπου στο κέντρο του παραμυθιού», μαζί με τις κουβέρτες και τις ζωγραφιές του και «τα φαντάσματα ενός κόσμου που κι εγώ μέρος τους ήμουνα. Με τη Μακρινίτσα και το Πήλιο και την Ελλάδα γύρω μας και πάνω μας και μέσα μας σαν απειλή και σαν προστασία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου